- ὕψωσαν
- ὕ̱ψωσαν , ὑψόωlift highaor ind act 3rd plὑψόωlift highaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… … Dictionary of Greek
ακρωτήρι — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 450 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή, από ανασκαφές που άρχισαν το 1967 και συνεχίζονται ακόμη, ανακαλύφθηκε… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
δικρατής — δικρατής, ές (Α) φρ. 1. «δικρατεῑς Ἀτρεῑδαι» οι δύο ηγεμόνες, οι δύο Ατρείδες που ασκούν την εξουσία 2. (για τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη) «δικρατεῑς λόγχας στήσαντε» αφού ύψωσαν λόγχες με τις οποίες σκότωσε ο ένας τον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι… … Dictionary of Greek
πέταλος — Μικρό νησί του Κορινθιακού κόλπου. Βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που εισπλέει στον Πόρο της Αψηφιάς, που οδηγεί στο Γαλαξείδι. Οι παλιοί Γαλαξειδιώτες, μη έχοντας τα μέσα να στήσουν στον Π. φάρο, ύψωσαν άσπρο τοίχο, που με τη λευκότητα του,… … Dictionary of Greek
Αμπουκίρ — (Abu Qir). Λουτρόπολη (περ. 10.000 κάτ.) στη βόρεια Αίγυπτο, χτισμένη κοντά στην αρχαία Κάνωπο, στα ΝΑ της Αλεξάνδρειας, στη δυτική ακτή του ομώνυμου κόλπου. Οι φαραώ της 5ης δυναστείας ύψωσαν εκεί πυραμίδα και οικοδόμησαν τον πρώτο ηλιακό ναό… … Dictionary of Greek
Βερολίνο — (Βerlin). Πόλη (3.392.900 κάτ. το 1999) της βορειοανατολικής Γερμανίας, πρωτεύουσα της Γερμανικής Ομοσπονδίας (από το 1871 έως το 1945, και ξανά από το 1990, μετά την ένωση των δύο Γερμανιών και των αντίστοιχων τμημάτων του Β., Ανατολικού και… … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδης — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κάσο. 1. Ιωάννης. Πλούσιος πρόκριτος που έλαβε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Όταν επιτέθηκε ο αιγυπτιακός στόλος στην Κάσο, υπεράσπισε το βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Μετά την καταστροφή, στην… … Dictionary of Greek